- ζεμπίλι
- το сумка, кошёлка (соломенная)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζεμπίλι — και ζιμπίλι, το σάκος από πλεκτή μαλακή ψάθα με δύο λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zembil] … Dictionary of Greek
ζεμπίλι — το ιού (λ. τουρκ.), ψάθινος σάκος, το δίχτυ για τα ψώνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεμπιλάκι — και ζιμπιλάκι, το (υποκορ. τού ζεμπίλι) μικρός σάκος από πλεκτή μαλακή ψάθα με δύο λαβές … Dictionary of Greek
ζεμπιλιά — και ζιμπιλιά, η [ζεμπίλι] το περιεχόμενο ενός ζεμπιλιού … Dictionary of Greek
ζιμπίλι — το βλ. ζεμπίλι … Dictionary of Greek
κόφινος — ο (Α κόφινος) μεγάλο καλάθι, κοφίνι («οὔπω νοεῑτε, οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καιὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε;», ΚΔ) αρχ. βοιωτικό μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., την οποία με… … Dictionary of Greek
σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… … Dictionary of Greek
σφυρίδα — Κοινό όνομα του τελεόστεου ψαριού σερράνος ο κύνειος (serranus caninus), της οικογένειας των Σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και τριγωνικό σώμα με ράχη κυρτή. Ο χρωματισμός της είναι γαλαζόμαυρος στα πάνω τμήματα του σώματος… … Dictionary of Greek